Ο έλεγχος της οπτικής οξύτητας

Η οπτική οξύτητα μετράται ποσοτικά με έλεγχο του μικρότερου αντικειμένου που μπορεί να διακρίνει ο εξεταζόμενος σε δεδομένη απόσταση. Για τα παιδιά που γνωρίζουν το αλφάβητο τα αντικείμενα αυτά είναι συνήθως γράμματα ή αριθμοί, που προβάλλονται σε ένα οπτότυπο, ενώ εναλλακτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σχήματα ή ζωγραφιές.

Η οπτική οξύτητα μετράται ποσοτικά με έλεγχο του μικρότερου αντικειμένου που μπορεί να διακρίνει ο εξεταζόμενος σε δεδομένη απόσταση. Για τα παιδιά που γνωρίζουν το αλφάβητο τα αντικείμενα αυτά είναι συνήθως γράμματα ή αριθμοί, που προβάλλονται σε ένα οπτότυπο, ενώ εναλλακτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σχήματα ή ζωγραφιές.

Κάθε μάτι εξετάζεται χωριστά. Η διόφθαλμη (και με τα δύο μάτια ανοικτά) μέτρηση δεν είναι αξιόπιστη και μπορεί να δώσει «φυσιολογικά» αποτελέσματα, ενώ στην πραγματικότητα το ένα από τα δύο μάτια μπορεί να υπολείπεται. Ιδιαίτερη μάλιστα προσοχή πρέπει να δίνεται κατά τη μέτρηση της οπτικής οξύτητας στα παιδιά, ώστε, όταν εξετάζεται το ένα μάτι, το παιδί να μην κρυφοκοιτάζει με το άλλο.

Επειδή η μέτρηση της οπτικής οξύτητας απαιτεί τη συνεργασία του παιδιού, είναι δυνατόν παιδιά που δεν είναι συνεργάσιμα ή είναι αφηρημένα και έχουν φυσιολογική όραση να εμφανίσουν χειρότερα αποτελέσματα από τα πραγματικά.

Η μέτρηση της οπτικής οξύτητας με τη χρήση οπτοτύπων
Οι πίνακες οπτοτύπων αποτελούνται από σειρές συμβόλων ή γραμμάτων που σταδιακά γίνονται μικρότερα, όσο κατεβαίνουμε προς τα κάτω. Το φόντο είναι κατά κανόνα λευκό και τα γράμματα ή τα σύμβολα μαύρα.
Πολλοί διαφορετικοί πίνακες έχουν προταθεί και χρησιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια για τη μέτρηση της οπτικής οξύτητας καθώς και διαφορετικοί τρόποι για την καταγραφή της.

Ο πίνακας του Snellen εξακολουθεί να είναι ο πιο διαδεδομένος παρά τα όποια μειονεκτήματά του. Ο παραδοσιακός πίνακας περιλαμβάνει 11 σειρές λατινικών χαρακτήρων (C, D, E, F, L, N, O, P, T, Z), που δυστυχώς όμως δεν είναι όλοι κοινοί με τους ελληνικούς, κάτι που κάνει τη χρήση του προβληματική για τα ελληνικά δεδομένα.

Εναλλακτικοί πίνακες συμβολοσειρών που έχουν προταθεί περιλαμβάνουν:

Τα περιστρεφόμενα Ε, που συχνά αναφέρονται στα παιδιά και ως «πιρουνάκια» (με την ερώτηση «προς τα πού κοιτάζει το πιρουνάκι; πάνω, κάτω, αριστερά ή δεξιά») και που όχι μόνο είναι κατάλληλα για μικρά παιδιά και αναλφάβητους, αλλά έχουν επιπλέον το πλεονέκτημα ότι δεν παρουσιάζουν την ποικιλότητα στον βαθμό δυσκολίας που χαρακτηρίζει τα γράμματα, όπως στον πίνακα του Snellen (όπου το Τ μπορεί να διακριθεί πιο εύκολα π.χ. από το D, το οποίο όμως μοιάζει με το Ο).

Τα σχέδια τύπου Lea ή τύπου Allen, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μικρότερα παιδιά και περιλαμβάνουν ζωγραφιές οικείων αντικειμένων αντί για γράμματα.
Τα αποτελέσματα της μέτρησης της οπτικής οξύτητας εκφράζονται ως ένα κλάσμα με αριθμητή την απόσταση του εξεταζομένου από το οπτότυπο και παρονομαστή την απόσταση από την οποία ένα φυσιολογικό μάτι θα αναγνώριζε τα ίδια σύμβολα.

Έτσι ένα μάτι που αναγνωρίζει τα σύμβολα της τελευταίας σειράς του οπτοτύπου από απόσταση 6 μέτρων που είναι και το φυσιολογικό, έχει οπτική οξύτητα 6/6. Αν βλέπει μόνο μέχρι τα μεγαλύτερα γράμματα που φυσιολογικά διαβάζονται από π.χ. τα 12 μέτρα τότε η όραση του είναι 6/12. Στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης έχει επικρατήσει να μετατρέπουμε το κλάσμα σε δέκατα κι έτσι μιλάμε για 10/10 όραση (αντί για 6/6), 5/10 όραση (αντί για 6/12), 1/10 όραση (αντί για 6/60) κ.ο.κ.

Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει μετατρέψει τους παραδοσιακούς πίνακες οπτοτύπων σε ηλεκτρονικούς, με τελευταίο επίτευγμα ένα ειδικό λογισμικό που μπορεί να εγκατασταθεί και να χρησιμοποιηθεί σε κάθε υπολογιστή (σταθερό ή laptop), χωρίς επιπλέον εξοπλισμό και με ελάχιστο κόστος, για χρήση ακόμη και σε ένα παθολογικό ή παιδιατρικό ιατρείο.

Η μέτρηση της οπτικής οξύτητας χωρίς τη χρήση οπτοτύπων

Για παιδιά που είναι πολύ μικρά για να μετρηθεί η οπτική τους οξύτητα με πίνακες γραμμάτων ή συμβόλων αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιήσουμε άλλες τεχνικές, ώστε να εκτιμήσουμε, έστω και αδρά, την όρασή τους.

Αρχικά τραβάμε την προσοχή του παιδιού με ένα μικρό αντικείμενο, όπως τον φακό-στυλό ή ένα μικρό παιχνίδι. Στη συνέχεια μετακινούμε το αντικείμενο και βλέπουμε πόσο καλά το βλέμμα του παιδιού το παρακολουθεί, αυξάνοντας σταδιακά την απόσταση.

Και εδώ ισχύει ο κανόνας ότι κάθε μάτι εξετάζεται χωριστά. Αν το ένα μάτι έχει πτωχότερη όραση και καλύψουμε το άλλο με την καλύτερη όραση, μπορεί να παρατηρήσουμε ότι το παιδί δεν ενδιαφέρεται πια να παρακολουθήσει με το βλέμμα του το αντικείμενο.

Το πρόβλημα αυτής της τεχνικής είναι ότι δεν είναι ποσοτική και δεν δίνει αριθμητικά αποτελέσματα. Έτσι δεν μπορούμε να κάνουμε σύγκριση με κάποιες φυσιολογικές τιμές, ούτε να παρακολουθήσουμε την πορεία της οπτικής οξύτητας του παιδιού από επίσκεψη σε επίσκεψη. Είναι όμως ένας καλός τρόπος για να εντοπίσουμε εγκαίρως προβλήματα στην όραση, που αν η διάγνωσή τους καθυστερήσει αντιμετωπίζονται δύσκολα.

Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον τεχνικές που μπορούν να μετρήσουν και ποσοτικά την οπτική οξύτητα σε παιδιά που είναι πολύ μικρά για να χρησιμοποιηθεί το οπτότυπο. Και στις τρεις αυτές τεχνικές παρουσιάζεται ένα μοτίβο (ένα ομοιόμορφο επαναλαμβανόμενο σχέδιο), όπως άσπρες και μαύρες ρίγες ή τετραγωνάκια, και παρακολουθούμε την αντίδραση του παιδιού. Στη συνέχεια το ίδιο μοτίβο παρουσιάζεται σε μικρότερο μέγεθος και αυτό συνεχίζεται μέχρι το παιδί να σταματήσει να αντιδρά. Το μέγεθος του μικρότερου μοτίβου που προκαλεί αντίδραση στο παιδί, δηλώνει και την οπτική του οξύτητα.

Η πρώτη μέθοδος βασίζεται στον οπτοκινητικό νυσταγμό (ένα φυσιολογικό ακούσιο αντανακλαστικό) και σπάνια χρησιμοποιείται στην κλινική πράξη.

Η δεύτερη μέθοδος χρησιμοποιεί τις κάρτες οπτικής οξύτητας του Teller και βασίζεται στο γεγονός ότι τα παιδιά προτιμούν να κοιτούν μοτίβα με γραμμές παρά κενές περιοχές.

Κάρτες οπτικής οξύτητας του Teller.


Οι κάρτες αυτές παρουσιάζονται στο παιδί με τέτοιον τρόπο, ώστε οι γραμμές να είναι από τη μια πλευρά (αριστερά ή δεξιά) και η κενή περιοχή από την άλλη. Ο εξεταστής παρακολουθεί αν το κεφάλι του παιδιού εστιάζει προς την πλευρά της κάρτας που βρίσκονται οι γραμμές. Στη συνέχεια δοκιμάζει με την επόμενη κάρτα που έχει πιο λεπτές γραμμές (αλλάζοντας ορισμένες φορές και τη θέση του μοτίβου αριστερά ή δεξιά) και συνεχίζει, μέχρι το παιδί να πάψει να στρέφει το βλέμμα του προς τη σωστή πλευρά, ως ένδειξη ότι οι γραμμές αυτές είναι πολύ λεπτές για να τις διακρίνει.

Η τρίτη μέθοδος γίνεται με τη μέτρηση των προκλητών δυναμικών και περιλαμβάνει τη χρήση ηλεκτροδίων, που τοποθετούνται στο κεφάλι του παιδιού, το οποίο το μόνο που καλείται να κάνει, είναι να κοιτά τα μοτίβα σε μία οθόνη.