Όλοι οι γονείς προσπαθούν να κοιτάξουν στα μάτια τα παιδιά τους και αυτό επιτυγχάνεται συνήθως στον 4ο με 6ο μήνα της ζωής. Αν ένα βρέφος δεν μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τους γονείς του μετά τον 6ο μήνα, ίσως αυτό σημαίνει κάποιο υποκείμενο πρόβλημα στην όραση
Όλοι οι γονείς προσπαθούν να κοιτάξουν στα μάτια τα παιδιά τους και αυτό
επιτυγχάνεται συνήθως στον 4ο με 6ο μήνα της ζωής. Αν ένα βρέφος δεν
μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τους γονείς του μετά τον 6ο μήνα, ίσως αυτό
σημαίνει κάποιο υποκείμενο πρόβλημα στην όραση.
Τον πρώτο καιρό τα μάτια του βρέφους παραμένουν κλειστά τις περισσότερες ώρες της ημέρας και τόσο η ικανότητα προσήλωσης όσο και οι οφθαλμικές τους κινήσεις είναι πολύ περιορισμένες. Σταδιακά όμως τα βρέφη αρχίζουν να χρησιμοποιούν τα μάτια τους ολοένα και περισσότερο, εκδηλώνοντας μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα κοντινά τους αντικείμενα παρά για αυτά που βρίσκονται μακριά. Όσο το παιδί μεγαλώνει, η όραση του θα βελτιώνεται και το ενδιαφέρον του θα εστιάζεται σε ολοένα και πιο απομακρυσμένα αντικείμενα.
Μέτρο της ικανότητάς μας να διακρίνουμε αντικείμενα είναι η οπτική οξύτητα.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να περιγράψουμε ποσοτικά την οπτική οξύτητα, αλλά συνηθέστερα χρησιμοποιούμε ένα κλάσμα με παρονομαστή την απόσταση που ένα «φυσιολογικό» άτομο βλέπει καθαρά κάποιο αντικείμενο και αριθμητή την απόσταση που βλέπει το ίδιο αντικείμενο το άτομο που εξετάζεται.
Στην Ελλάδα έχει επικρατήσει το σύστημα με τα δέκατα, όπου ένα φυσιολογικό άτομο βλέπει 10/10. Έτσι ένας ασθενής π.χ. με 5/10 όραση σημαίνει ότι πρέπει να πλησιάσει στα 5 μέτρα, για να δει αντικείμενα που ένα φυσιολογικό άτομο μπορεί να διακρίνει από τα 10. Σημειώστε στο παράδειγμά μας ότι 5/10 σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει «μισή» οπτική ικανότητα και μια τέτοια όραση είναι αρκετή για να αποκτήσει κάποιος δίπλωμα οδήγησης.
Τα νεογέννητα έχουν αρκετά καλή όραση, ώστε να διακρίνουν ένα πρόσωπο στην άκρη του δωματίου. Στους 12 μήνες η όρασή τους βελτιώνεται στα 2 με 3/10, στους 24 μήνες φτάνει στα 6 με 7/10, και τα 10/10 επιτυγχάνονται στους 36 μήνες της ζωής.
Τον πρώτο καιρό τα μάτια του βρέφους παραμένουν κλειστά τις περισσότερες ώρες της ημέρας και τόσο η ικανότητα προσήλωσης όσο και οι οφθαλμικές τους κινήσεις είναι πολύ περιορισμένες. Σταδιακά όμως τα βρέφη αρχίζουν να χρησιμοποιούν τα μάτια τους ολοένα και περισσότερο, εκδηλώνοντας μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα κοντινά τους αντικείμενα παρά για αυτά που βρίσκονται μακριά. Όσο το παιδί μεγαλώνει, η όραση του θα βελτιώνεται και το ενδιαφέρον του θα εστιάζεται σε ολοένα και πιο απομακρυσμένα αντικείμενα.
Μέτρο της ικανότητάς μας να διακρίνουμε αντικείμενα είναι η οπτική οξύτητα.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να περιγράψουμε ποσοτικά την οπτική οξύτητα, αλλά συνηθέστερα χρησιμοποιούμε ένα κλάσμα με παρονομαστή την απόσταση που ένα «φυσιολογικό» άτομο βλέπει καθαρά κάποιο αντικείμενο και αριθμητή την απόσταση που βλέπει το ίδιο αντικείμενο το άτομο που εξετάζεται.
Στην Ελλάδα έχει επικρατήσει το σύστημα με τα δέκατα, όπου ένα φυσιολογικό άτομο βλέπει 10/10. Έτσι ένας ασθενής π.χ. με 5/10 όραση σημαίνει ότι πρέπει να πλησιάσει στα 5 μέτρα, για να δει αντικείμενα που ένα φυσιολογικό άτομο μπορεί να διακρίνει από τα 10. Σημειώστε στο παράδειγμά μας ότι 5/10 σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει «μισή» οπτική ικανότητα και μια τέτοια όραση είναι αρκετή για να αποκτήσει κάποιος δίπλωμα οδήγησης.
Τα νεογέννητα έχουν αρκετά καλή όραση, ώστε να διακρίνουν ένα πρόσωπο στην άκρη του δωματίου. Στους 12 μήνες η όρασή τους βελτιώνεται στα 2 με 3/10, στους 24 μήνες φτάνει στα 6 με 7/10, και τα 10/10 επιτυγχάνονται στους 36 μήνες της ζωής.