Προσαρμοστική εσωτροπία

Πρόκειται για τον συχνότερο τύπο εσωτροπίας και συνδέεται στενά με την υπερμετρωπία.
Εμφανίζεται σε ηλικίες από 6 μηνών μέχρι 5 ετών, με τυπικότερη ηλικία εμφάνισης τα 2 έτη.

Πρόκειται για τον συχνότερο τύπο εσωτροπίας και συνδέεται στενά με την υπερμετρωπία.

Εμφανίζεται σε ηλικίες από 6 μηνών μέχρι 5 ετών, με τυπικότερη ηλικία εμφάνισης τα 2 έτη. Αρχικά μπορεί να είναι διαλείπουσα, αλλά γρήγορα γίνεται μόνιμη. Τα περισσότερα παιδιά προτιμούν να χρησιμοποιούν μόνο το ένα μάτι, και έτσι ο κίνδυνος της αμβλυωπίας είναι υψηλός για το μάτι που παρεκκλίνει.

Αν η προσαρμοστική εσωτροπία εμφανιστεί κατά την περίοδο που το παιδί είναι άρρωστο ή μετά από μια πτώση, πολλοί γονείς αποδίδουν την εμφάνιση του στραβισμού στην ασθένεια ή στον τραυματισμό. Αυτό βέβαια δεν έχει καμία επιστημονική βάση και η παράλληλη εμφάνιση αποτελεί απλή σύμπτωση.

Παθοφυσιολογικός μηχανισμός

Το ανθρώπινο μάτι, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, είναι «ρυθμισμένο» να βλέπει μακριά. Όταν ένα φυσιολογικό άτομο εστιάζει σε ένα κοντινό αντικείμενο, τότε ο ακτινωτός μυς πιέζει τον φακό αυξάνοντας την εστιακή του δύναμη, σε μια διαδικασία που καλείται προσαρμογή. Στα άτομα με υπερμετρωπία το μάτι αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τον ίδιο μηχανισμό και για την εστίαση των μακρινών αντικειμένων, ενώ για τα κοντινά η προσπάθεια γίνεται ακόμη μεγαλύτερη.

Η προσαρμογή πάντα συνοδεύεται και από ένα ποσό σύγκλισης, μιας στροφής δηλαδή και των δύο ματιών προς τα έσω (ρινικά). Όσο μεγαλύτερη είναι η προσαρμογή, τόσο μεγαλύτερη είναι και η σύγκλιση. Έτσι, αν η υπερμετρωπία είναι αρκετά υψηλή, είναι δυνατόν η σύγκλιση, που συνοδεύει την έντονη προσαρμογή, να οδηγήσει σε εσωτροπία.

Η διόρθωση της υπερμετρωπίας με τη χρήση των κατάλληλων γυαλιών απαλλάσσει τα μάτια από το επιπλέον φορτίο και έτσι η προσαρμογή δεν είναι τόσο μεγάλη, ώστε η συνοδός σύγκλιση να οδηγήσει σε εσωτροπία. Επομένως η χρήση των γυαλιών οδηγεί σε ευθυγράμμιση των ματιών, αλλά μόνον όταν το παιδί τα φοράει.

Η προσαρμοστική εσωτροπία απαντάται συχνά στα μέλη της ίδιας οικογένειας, μια και η μεγάλη υπερμετρωπία που την προκαλεί είναι «κατασκευαστική τύπου» και άρα κληρονομική.

Θεραπεία της προσαρμοστικής εσωτροπίας

Το πρώτο βήμα είναι να υπολογιστεί η υπερμετρωπία και τυχόν συνυπάρχων αστιγματισμός και να χορηγηθούν τα κατάλληλα γυαλιά. Αν το παιδί αρχίζει να εμφανίζει αμβλυωπία, πρέπει και αυτή να αντιμετωπιστεί.

Από την ημέρα που το παιδί θα αρχίσει να φοράει τα γυαλιά, η εσωτροπία θα αρχίσει σταδιακά να μειώνεται, με το μέγιστο αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται μέσα σε διάστημα ενός μηνός.

Στα περισσότερα παιδιά η εξάλειψη της προσαρμοστικής εσωτροπίας είναι πλήρης. Σε ορισμένα όμως ο στραβισμός εξακολουθεί να είναι έκδηλος και πρέπει να υποβληθούν σε εγχείρηση, προκειμένου να διορθωθεί το υπόλοιπο της εσωτροπίας. Στην ερώτηση των γονέων τέτοιων παιδιών «για ποιο λόγο χειρουργούμε το υπόλοιπο και όχι όλο το ποσό της εσωτροπίας, ώστε το παιδί να έχει ευθυγραμμισμένα μάτια, ακόμη κι αν δεν φοράει γυαλιά;», η απάντηση είναι ότι η γενεσιουργός αιτία της προσαρμοστικής εσωτροπίας είναι η υπερμετρωπία, μια διαθλαστική ανωμαλία, και όχι κάποιο πρόβλημα με τους μύες, για να τους χειρουργήσουμε. Εξάλλου η πλήρης διόρθωση έχει τον κίνδυνο της μετάπτωσης σε εξωτροπία.

Το παιδί χρειάζεται να φοράει τα γυαλιά του, για όσο διάστημα η υπερμετρωπία του παραμένει τόσο μεγάλη, ώστε να προκαλεί αυξημένη σύγκλιση και εσωτροπία. Για τα περισσότερα παιδιά αυτό μπορεί να σημαίνει για το υπόλοιπο της ζωής τους. Γενικά η πορεία που ακολουθεί η υπερμετρωπία είναι: αύξηση μέχρι την ηλικία των 6 ετών και ελάττωση στη συνέχεια μέχρι το τέλος της εφηβείας. Λίγα παιδιά είναι αρκετά τυχερά, ώστε η υπερμετρωπία τους να εκμηδενιστεί κατά την ενηλικίωση.

Προσαρμοστική εσωτροπία μόνο στην κοντινή όραση
Μερικά υπερμετρωπικά παιδιά δεν εμφανίζουν εσωτροπία κατά τη μακρινή όραση, αλλά μόνον όταν εστιάζουν σε κάποιο κοντινό αντικείμενο. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εσωτροπία είναι πιο δύσκολο να αναγνωριστεί, ενώ συχνά το ίδιο το αντικείμενο μπορεί να είναι πολύ κοντά (π.χ. ένα βιβλίο) και να κρύβει το πρόσωπο του παιδιού, εμποδίζοντας τους γονείς του να διακρίνουν το πρόβλημα. Συχνά τέτοιες καταστάσεις αναγνωρίζονται κατά το τάισμα, όπου το παιδί ανασηκώνει το κεφάλι του και οι γονείς είναι πιο εύκολο να παρακολουθήσουν τα μάτια του.

Η θεραπεία αυτής της μορφής εσωτροπίας είναι η χρήση διπλοεστιακών γυαλιών, δηλαδή γυαλιών των οποίων οι φακοί περιέχουν ένα ισχυρότερο κάτω τμήμα για την κοντινή όραση. Φυσικά, αν τα παιδιά κοιτάξουν κοντά μέσα από το ανώτερο τμήμα με τους μικρότερους βαθμούς, που προορίζεται για μακριά, ο στραβισμός μπορεί στιγμιαία να ξαναεμφανιστεί. Γενικά τα παιδιά δεν έχουν πρόβλημα με τη χρήση διπλοεστιακών γυαλιών και μάλιστα φαίνεται να τα συνηθίζουν πολύ πιο εύκολα από ό,τι οι μεγάλοι σε ηλικία ενήλικοι ασθενείς.