Όταν τα μάτια είναι ανοικτά και το άνω βλέφαρο βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τη φυσιολογική, τότε μιλάμε για βλεφαρόπτωση. Είναι μια αρκετά συχνή κατάσταση και στα παιδιά συνήθως είναι παρούσα κατά τη γέννηση (συγγενής βλεφαρόπτωση).

Το πρόβλημα βρίσκεται στον ανελκτήρα μυ του βλεφάρου ή στο νεύρο που τον ελέγχει και μπορεί να αφορά το ένα ή και τα δύο μάτια. Σε ορισμένες περιπτώσεις και άλλοι μύες μπορεί να εμφανίζονται εξασθενημένοι.


Η αντιμετώπιση της βλεφαρόπτωσης είναι χειρουργική και γίνεται τόσο για αισθητικούς λόγους όσο και για ουσιαστικούς, αφού σε μεγάλες πτώσεις το βλέφαρο μπορεί να σκεπάσει τον οπτικό άξονα και να εμποδίσει την όραση προκαλώντας στο μικρό παιδί αμβλυωπία.

Κατά κανόνα περιμένουμε μέχρι την ηλικία των 2 με 5 ετών πριν προχωρήσουμε στην επέμβαση, ώστε το κεφάλι και το πρόσωπο του παιδιού να έχουν μεγαλώσει και η διόρθωση να είναι πιο ακριβής. Παρόλα αυτά το μετεγχειρητικό αποτέλεσμα συχνά απέχει από το να είναι τέλειο.

Γενικά όμως προτιμούμε να υποδιορθώσουμε το πρόβλημα και να παραμείνει μια μικρή πτώση, πάρα να το υπερδιορθώσουμε και το βλέφαρο να είναι τόσο ψηλά ώστε να μην κλείνει επαρκώς. Αυτή η όχι καλή σύγκλειση των βλεφάρων (που λέγεται λαγόφθαλμος) οδηγεί σε στέγνωμα του εκτεθειμένου κερατοειδούς και φλεγμονή.

Αν συνυπάρχει στραβισμός, η εγχείρησή του προηγείται, αφού η θέση του άνω βλεφάρου επηρεάζεται και από τη θέση των ματιών.