Η όραση είναι μια πολύπλοκη αίσθηση με πολλές παραμέτρους. Για να χαρακτηρίσουμε την όραση ενός ατόμου ως καλή η φυσιολογική, δεν αρκεί μόνο να έχει υψηλή διακριτική ικανότητα (οπτική οξύτητα), αλλά πρέπει να περιλαμβάνει σωστή αντίληψη των χρωμάτων, σωστή αίσθηση του βάθους (στερεοσκοπική όραση) και φυσιολογικό εύρος και κάλυψη των οπτικών πεδίων.

Η όραση είναι μια πολύπλοκη αίσθηση με πολλές παραμέτρους. Για να χαρακτηρίσουμε την όραση ενός ατόμου ως καλή η φυσιολογική, δεν αρκεί μόνο να έχει υψηλή διακριτική ικανότητα (οπτική οξύτητα), αλλά πρέπει να περιλαμβάνει σωστή αντίληψη των χρωμάτων, σωστή αίσθηση του βάθους (στερεοσκοπική όραση) και φυσιολογικό εύρος και κάλυψη των οπτικών πεδίων.

Στην καθημερινή πράξη το πρώτο πράγμα που ελέγχουμε σε μια οφθαλμολογική εξέταση είναι η «οπτική οξύτητα με διόρθωση», δηλαδή η καλύτερη δυνατή ευκρίνεια που μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση γυαλιών ή φακών επαφής.

Υπό αυτήν την έννοια ένα μάτι που έχει μόνο κάποια διαθλαστική ανωμαλία, η οποία μπορεί να διορθωθεί πλήρως με γυαλιά, θεωρείται «υγιές» και δεν πρέπει να θεωρούμε ότι ένα παιδί έχει πτωχή όραση, μόνο και μόνο επειδή χρειάζεται γυαλιά.

Μια συχνή ερώτηση των γονέων είναι αν τα γυαλιά είναι θεραπευτικά, αν δηλαδή με το να τα φοράει το παιδί οι βαθμοί των γυαλιών θα μειωθούν ή αν αντίθετα η μη χρήση τους θα οδηγήσει αργότερα στην ανάγκη για δυνατότερους φακούς. Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι ότι η ισχύς των φακών που χρειαζόμαστε έχει να κάνει με την κατασκευή του ματιού μας και έτσι είναι γενετικά προκαθορισμένη. Η πορεία με άλλα λόγια μιας διαθλαστικής ανωμαλίας είναι ανεξάρτητη από τη χρήση των γυαλιών. Παρόλα αυτά η σύσταση είναι τα παιδιά να φοράνε τα γυαλιά που τους έχουν δοθεί, ώστε να εξασφαλισθεί η πιστότητα των οπτικών ερεθισμάτων και να αποφευχθούν άλλα προβλήματα στη σωστή ανάπτυξη του οπτικού συστήματος του παιδιού, όπως η αμβλυωπία και ο στραβισμός.